μονηρῶν

μονηρῶν
μονήρης
solitary
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεφρολιθίαση — Ιατρικός όρος, που δηλώνει την παρουσία λίθων στα νεφρά. Βλ. λ. λιθιάσεις· νεφροπάθειες. * * * η ιατρ. σχηματισμός μονήρων ή πολλαπλών συγκριμάτων διαφόρων αλάτων στους κάλυκες και στην πύελο τών νεφρών, αλλά και στο νεφρικό παρέγχυμα, υπό μορφή… …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκόπη — και ξυλοκόπα, η εντομολ. γένος εντόμων τής οικογένειας apidae, μεγάλων μονήρων σφηκών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”